- ου μη
- oὐ μή (Α)επιτατικό τής άρνησης το οποίο χρησιμοποιείται σε ανεξάρτητες προτάσεις σε άρνηση ή απαγόρευσηΙ. σε άρνηση συντάσσεται: α) με υποτακτική κυρίως τού αορίστου και σπαν. τού ενεστώτα με ρήματα που σημαίνουν δύναμη ή ικανότητα (α. «οὔ τι μὴ φύγητε λαιψηρῷ ποδί», Ευρ.β. «οὐ μὴ οἷός τ' ᾗς», Πλάτ.)β) με οριστική μέλλοντα («οὐ μὴ δυνήσεται Κῡρος εὑρεῑν», Ξεν.)II. σε απαγόρευση συντάσσεται με οριστική μέλλοντα («οὐ μὴ μῡθον ἐπὶ πολλοὺς ἐρεῑς;», Ευρ.)III. σπανίως τα δύο μόρια απαντούν το καθένα με δικό του ρήμα («οὐ σῑγ' ἀνέξει μηδἐ δειλίαν ἀρῇ;», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.